- ἀρισφαλής
- ἀρισφαλήςvery slipperymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρισφαλής — ἀρισφαλής, ές (Α) 1. ο πολύ ολισθηρός 2. ο σφαλερός, ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»] … Dictionary of Greek
ἀρισφαλεῖς — ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc pl ἀρισφαλής very slippery masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλέα — ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλές — ἀρισφαλής very slippery masc/fem voc sg ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρισφαλέ' — ἀρισφαλέα , ἀρισφαλής very slippery neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀρισφαλέα , ἀρισφαλής very slippery masc/fem acc sg (epic ionic) ἀρισφαλέϊ , ἀρισφαλής very slippery dat sg (epic) ἀρισφαλέε , ἀρισφαλής very slippery masc/fem/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek